παραστάτις

παραστάτις
παραστάτις, ιδος, ἡ (Soph., X. et al.; ins, Philo) fem. of ὁ παραστάτης prim. ‘one who stands by or near’; a relatively high status term, the masc. form is used of various types of aides or officials. One who lends support, supporter, benefactor, of Phoebe Ro 16:2 v.l. S. προστάτις.—CPJones, Phoenix 39, ’85, 30–35. New Docs 4, 241f. DELG s.v. ἵστημι.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παραστάτις — helper fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραστατίς — ίδος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) αγγείο θερμαντικό …   Dictionary of Greek

  • παραστάτι — παραστάτις helper fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραστάτιδας — παραστάτις helper fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραστάτιδες — παραστάτις helper fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραστάτιν — παραστάτις helper fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ПРЕДСТАВИТЕЛЬ — Славянизмы, попавшие в русский литературный язык древнейшей эпохи, давали жизнь непроизводным и производным основам, которые затем приспособлялись для выражения разнообразных значений в разных лексических системах русского языка, вступая в… …   История слов

  • παραστάτης — ο, ΝΜΑ, θηλ. παραστάτις ΜΑ, παραστάτιδα Ν [παρίσταμαι] αυτός που συμπαρίσταται, που στέκεται κοντά για να βοηθήσει κάποιον νεοελλ. 1. αρχιτ. η παραστάδα 2. βοτ. καθένα από τα δύο κύτταρα που βρίσκονται δεξιά και αριστερά τής ωοθήκης τών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”